Ήταν μια οικογένεια η οποία μετακόμισε σε ένα ήρεμο χωριό.
Μια Κυριακή λοιπόν η μητέρα αποφάσισε να πάει με την κόρη της και να ψωνίσουν. Η Μαργαρίτα, η οποία πήγαινε δημοτικό, επειδή μεγάλωσε πολύ και δεν της έκαναν τα φορέματα πια. Η μητέρα της είδε ένα μικρό μαγαζί στην γωνία της πλατειάς, μπήκαν μέσα και η μητέρα της της πήρε ένα γαλάζιο φόρεμα, άσπρα γάντια, μαύρα παπούτσια και ένα ωραίο άσπρο καπέλο.
Μια Κυριακή λοιπόν η μητέρα αποφάσισε να πάει με την κόρη της και να ψωνίσουν. Η Μαργαρίτα, η οποία πήγαινε δημοτικό, επειδή μεγάλωσε πολύ και δεν της έκαναν τα φορέματα πια. Η μητέρα της είδε ένα μικρό μαγαζί στην γωνία της πλατειάς, μπήκαν μέσα και η μητέρα της της πήρε ένα γαλάζιο φόρεμα, άσπρα γάντια, μαύρα παπούτσια και ένα ωραίο άσπρο καπέλο.
Επειδή η μητέρα ήταν πολύ κουρασμένη αποφάσισε να πάνε σπίτι. Στο δρόμο για το σπίτι τους η μικρή Μαργαρίτα είδε ένα μεγάλο διώροφο μαγαζί με παιδικά παιχνίδια, και τότε το κοριτσάκι είδε στην βιτρίνα του μαραζιού μια κούκλα από πορσελάνη σχεδόν όμοια της, η οποία ήταν με ξανθά μακριά μαλλιά. Η κούκλα φορούσε γαλάζιο φόρεμα με μαύρα παπούτσια και άσπρα γάντια, και είχε ένα πανέμορφο άσπρο καπέλο.
Η μικρή Μαργαρίτα ήξερε από την αρχή ότι την θέλει και είπε στην μητέρα της «μαμά κοίτα πόσο όμορφη είναι αυτή η κούκλα, την θέλω πολύ». Αλλά η μητέρα της επειδή ήταν πολύ κουρασμένη και δεν είχε μαζί της άλλα χρήματα είπε στην μικρή ότι αυτή την στιγμή δεν μπορεί να την πάρει και έτσι γύρισαν στο σπίτι. Την επομένη μέρα η Μαργαρίτα θα πήγαινε στο σχολειό και έπρεπε να κοιμηθεί νωρίς. Και έτσι η μέρες περούσανε και σιγά σιγά η μικρή κοπέλα ξέχασε την κούκλα, ως που ήρθαν τα Χριστούγεννα και το πρωί που ξύπνησε η μικρή κοπέλα πήγε στο σαλόνι όπου εκεί είδε κάτω από το δέντρο ένα μεγάλο κουτί και από την περίεργα της το άνοιξε και τι να δει; Η πανέμορφη κούκλα από την βιτρίνα, την πήρε αμέσως στην αγκαλιά της.
Συνέχεια έπαιζαν μαζί και η γονείς της δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποια είναι ποια! Ήταν τόσο όμοιες που δύσκολα μπορούσε κάνεις να τις ξεχωρίσει. Σχεδόν κάθε βράδυ η Μαργαρίτα την έπαιρνε μαζί της και κοιμόντουσαν μαζί αλλά η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε και σιγά σιγά την εγκατέλειψε. Ένα βράδυ η κοπέλα πήρε την κούκλα πάνω στο δωμάτιο της όμως δεν την έβαλε στο κρεβάτι αλλά την άφησε κάτω να κοιτάζει τον τοίχο, γιατί φοβόταν το ένα μάτι που έλειπε από την κούκλα.
Τα μεσάνυχτα ξαφνικά από το δωμάτιο της μικρής κοπέλας ακούστηκε μια παιδική παραπονεμένη φωνή η οποία της είπε «Μαργαρίτα γιατί δεν με κάνεις άλλο παρέα, με βαρέθηκες; Με φοβάσαι επειδή μου λείπει το ένα μάτι η επειδή έχω χαρακιές στο πρόσωπο μου; Αλλά και αυτό εσύ μου το έβγαλες! Μήπως επειδή είμαι βρώμικη; Αλλά εσύ με άφησες έτσι. Μήπως επειδή το ένα μου γάντι λείπει; Αλλά και εκείνο εσύ μου το έβγαλες». Η μικρή Μαργαρίτα τρόμαξε με αυτά που της είπε η κούκλα και μπήκε κάτω από τα παπλώματα και έτρεμε.
Μια στιγμή η φωνή πλησίαζε όλο και πιο κοντά της. Την επόμενη μέρα η μητέρα της φωνάζει την μικρή κοπέλα αλλά δεν απάντησε κανείς και έτσι η μητέρα της ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο της μικρής και τι να δει; Η μικρή κοπέλα στεκόταν όρθια μπροστά στο τοίχο. Η μητέρα της πλησίασε και την ακούμπησε από τον ωμό, ήταν παγωμένη και την γύρισε απότομα, στην μικρή κοπέλα έλειπε το ένα μάτι και στο πρόσωπο είχε χαρακιές. Στον τοίχο έγραφε με κεφαλαία γράμματα «ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ;»