Όταν ήμουν μικρός σχεδόν ολόκληρα τα καλοκαίρια τα περνούσαμε με την μητέρα μου και τα αδέρφια μου στο χωριό της μάνας μου. Κλασικό επαρχιακό χωριό της Στεραιάς Ελλάδας, με 50 μόνιμους κατοίκους παπουδογιαγιάδες. Τα καλοκαίρια όμως, πλυμμήριζε με παιδιά κυρίως, που μπάρκαραν οι γονείς στους παπούδες-γιαγιάδες τους.
Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ έλαβε χώρα κάπου αρχές 2000, ενώ ήμουν στα τελειώματα του Γυμνασίου. Το χωριό δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να μας προσφέρει πέρα από δύο καφενία και μία μεγάλη πλατεία. Η συγκεκριμένη πλατεία ήταν το σημείο μάζωξης και αράγματος. Συγκεκριμένα το μόνο μέρος για συνεύρεση και διασκέδαση. Αράζαμε στην πλατεία από νωρίς το απόγευμα μέχρι το πρωί. Κατά τις 11 το βράδυ που μαζεύονταν σπίτι οι παπουδογιαγιάδες με τα μικρότερα εγγόνια, εμείς μέναμε και αρχίζαμε τα δικά μας. Βέβαια παιδιά ήμαστε, απλά αράζαμε, λέγαμε ιστορίες, πουλούσε μούρη ο ένας στον άλλον, πειράζαμε τα κορίτσια και που και που παίζαμε κάνα παιγνίδι έτσι για χαβαλέ. Κανα κρυφτό και τέτοια.
Ένα βράδυ λοιπόν που παίζαμε κρυφτό, πήγαμε εγώ και άλλα πέντε παιδιά να κρυφτούμε σε ένα σημείο, λίγο έξω από το χωριό, περίπου καμιά τρακοσαριά μέτρα μακρυά από την πλατεία. Το συγκεκριμένο σημείο έχει δύο κλασικές χωριάτικες βρύσες που πάνε οι χωρικοί τα γαιδούρια τους για να πιουν νερό. Οι δυο βρύσες βρίσκονται δίπλα σε ένα μικρό ρέμα με δέντρα και πουρνάρια που δεν μπορείς να διασχίσεις, λόγω των απότομων πλαγιών του και της πυκνής βλάστησης. Στις δυο βρύσες υπάρχει ένα υπόστεγο και γενικά ήταν καλή κρυψώνα και καλή καβάτζα για τσιγάρο. Ενώ καθόμασταν εκεί, ακούσαμε βήματα να έρχονται προς το μέρος μας. Πιστέψαμε πως είχε έρθει το παιδί που τα φίλαγε και επειδή ήταν σκοτεινά, αντί να αρχίσουμε να τρέχουμε προς την πλατεία όπως ύφισται, εμείς προσπαθήσαμε να καβατζωθούμε στην γωνιά του υπόστεγου και να καλυφθούμε ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου, έτσι ώστε να μην μας δει.
Όμως προς μεγάλη μας έκπληξη, δεν ήταν το παιδί που τα φύλαγε, αλλά μια μαυροντυμένη γριά πάνω σε έναν γάιδαρο, με μαντίλι στο κεφάλι και δεν φαινόταν το πρόσωπό της. Σαν να ήταν ολόκληρη μια σκιά. Πέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας δώσει καμία μα καμία σημασία, σαν να μην υπήρχαμε. Ακόμη και το γαιδούρι δεν έδειξε καμία ανησυχία. Εμείς μείναμε αποσβολομένοι. Η γριά συνέχισε την πορεία της και ξαφνικά χώθηκε μέσα στο ρέμα και χάθηκε μέσα στα δέντρα, χωρίς να παρεκλίνει ούτε μια στιγμή. Κανείς δεν μίλησε, θυμάμαι μόνο εμένα να λέω στον ξάδερφό μου ψιθιριστά ”τί έπαιξε ρε μαλάκα μόλις τώρα;” και εκείνος μου έκανε χαρακτηριστικά την κίνηση με το δάχτυλο στα χείλη ώστε να μην μιλήσω. Φύγαμε αμέσως σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να κοιτάμε πίσω, αμίλητοι και χεσμένοι από τον φόβο μας. Μόλις πλησιάσαμε την πλατεία αρχίσαμε να συζητάμε το γεγονός, όπου το διηγηθήκαμε και στους υπoλοίπους, όπου φυσικά κανείς δεν μας πίστεψε και όλοι μας κορόιδευαν.
0 Σχολίασε το Άρθρο...:
Δημοσίευση σχολίου