Και ακούω πάλι εκείνη την απαλή μελωδική φωνή να με καλεί σαν αντίλαλος από την θάλασσα του χρόνου. Την ακούω να με παρακαλεί: «Θα ξανάρθεις. έτσι δεν είναι;»
Και εγώ το ξέρω πως αυτό το απόγευμα θα πάω. Δεν θα μπορέσω να αντισταθώ άλλο στις απόκοσμες κι αφύσικες δυνάμεις που με τραβούν εκεί στο σκοτεινό δρομάκι.
Και εγώ το ξέρω πως αυτό το απόγευμα θα πάω. Δεν θα μπορέσω να αντισταθώ άλλο στις απόκοσμες κι αφύσικες δυνάμεις που με τραβούν εκεί στο σκοτεινό δρομάκι.
Χριστούγεννα ήταν πάλι, όταν ξεκίνησαν όλα. Είχα δώσει το αυτοκίνητο για επισκευή. Εκείνο το βράδυ έμεινα αργά σε κάτι φίλους που είχα πάει για να γιορτάσω μαζί τους. Στην επιστροφή το λεωφορείο με άφησε κοντά στο Πάουντ Σκουέαρ στο Χάιγκειτ και έτσι κατηφόρισα την οδό Σουέιν πηγαίνοντας για το σπίτι. Το κοιμητήριο του Χάιγκειτ, είναι πασίγνωστο σαν τόπος σύναξης κάθε λογής κυνηγών πνευμάτων, βάμπιρων και άλλων εκκεντρικών τύπων αυτού του είδους. Σε αυτήν την πλευρά του δρόμου την δυτική, βασιλεύει μια καταθλιπτική ερημιά. Στοιχειωμένος, ξεστοιχειωμένος ο δρόμος, εγώ βιαζόμουν να βρεθώ στο κρεβάτι μου κάτω από τα ζεστά μου σκεπάσματα.
Είχα φτάσει πια στο σημείο όπου ο δρόμος συνορεύει με το πάρκο Γουότερλοου στα ανατολικά και το παλιό κοιμητήριο του Χάιγκειτ στα δυτικά. Εδώ συνάντησα ένα παράξενο φαινόμενο, παρόλο που δεν έδωσα σημασία. Μια ομίχλη, άρχισε να απλώνεται στο δρόμο. Ήταν μια αλλόκοτη φωσφορίζουσα πρασινωπή ομίχλη, σαν το νέφος που απλωνόταν στο βιομηχανικό Λονδίνο την δεκαετία του 60′. Συνέχισα τον δρόμο μου, ώσπου στα αυτιά μου έφτασε ένας ήχος από κάποιο μπαστούνι. Μέσα στην μουντάδα που υπήρχε διέκρινα μια κυρτή φιγούρα. Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που περπατούσε στην ίδια κατεύθυνση με μένα. Κάθε τόσο σταματούσε και άκουγα την αναπνοή της. Καθώς την προσπερνούσα, σκόνταψε σε κάποιο χάλασμα του δρόμου και θα έπεφτε αν δεν προλάβαινα να την πιάσω. Το πρόσωπο της, ήταν γεμάτο φόβο όταν την κοίταξα από κοντά. «Συγνώμη αν σε τρόμαξα κυρούλα, αλλά αν δεν σ’ έπιανα θα έπεφτες» είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Μάλλον» είπε και τα φωτεινά της μάτια βυθίστηκαν μέσα στα δικά μου, εξετάζοντας με από κοντά. Πρόσεξα ότι φορούσε παλιομοδίτικα ρούχα, μακριά μαύρα φορέματα κι ένα μεγάλο μαύρο καπέλο. Ανέπνεε δύσκολα και την ρώτησα αν μπορώ να της φανώ χρήσιμος σε κάτι. Στάθηκε στο μπαστούνι της και με κοίταξε ερευνητικά. Μετέπειτα είπε «Θα δεχόμουνα το μπράτσο σας μέχρι το σπίτι μου». Συνοφρυώθηκα. Είχα περάσει πολλές φορές από εδώ και σπίτι δεν είχα δει. Μέχρι τώρα το μόνο που ήξερα ήταν ο γκρίζος τοίχος του νεκροταφείου.
Με αίσθημα αβεβαιότητας άφησα την γυναίκα να με οδηγήσει και πράγματι μετά από λίγο φτάσαμε σε ένα πέτρινο σπιτάκι. Μπροστά στην πόρτα ήταν μια κοπέλα που την περίμενε. «Μητέρα, με έκανες και ανησύχησα». Η φωνή της ήταν χαμηλή και μελωδική. Άνοιξε την πόρτα του κήπου και πήρε το χέρι της γριάς. Εκείνη είπε: «Άδικα ανησύχησες Μαίρη. Ο νέος αυτός με βοήθησε τόσο.». Η κοπέλα γύρισε και μου χαμογέλασε. «Σας ευχαριστώ κύριε. Θα θέλατε να περάσετε μέσα και να πάρετε λίγο τσάι μαζί μας; Είναι απόψε κρύα νύχτα και κάτι ζεστό θα βοηθούσε» Μιλούσε με έναν τρόπο ασυνήθιστο, σχεδόν αρχαϊκό. Είπα ναι και όρμησα μέσα σαν έφηβος. Το εσωτερικό με το τζάκι να καίει θύμιζε σκηνικό από Ντίκενς. Η γριά κάθισε στην ψηλόπλατη πολυθρόνα, ενώ η κοπέλα πήγε στο διπλανό δωμάτιο για να γυρίσει λίγο μετά, με ένα παλιό υπέροχο κινέζικο σερβίτσιο τσαγιού. Πάνω που μιλούσα κολακευτικά για αυτό, το ρολόι της τσέπης με ειδοποίησε για την ώρα. Αυτό το αντικείμενο είχε γίνει μόνιμο αντικείμενο σχολίων από τους φίλους μου, που ισχυρίζονται ότι το αγαπώ υπερβολικά. Η κοπέλα, η Μαίρη ήρθε κοντά μου. Κάθισε και με ρώτησε πως και ήμουν έξω στο δρόμο τέτοια ώρα. Ξέχασα το ρολόι και πιάσαμε μια ευχάριστη κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Μετά σηκώθηκα, παρατήρησα ότι ήταν αργά και ετοιμάστηκα να φύγω.
«Πρέπει να μας ξανάρθεις νεαρέ» είπε η γριά. Η Μαίρη συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και συμπλήρωσε: « Κι εγώ θέλω να ξανάρθεις. Είναι πολύ μοναχικά εδώ πέρα. Θα ξανάρθεις έτσι δεν είναι;». Χαμογέλασα και αναρωτήθηκα πως μια νέα και γοητευτική κοπέλα είναι μόνη σε τόσο κεντρικό σημείο του Λονδίνου. Με ρώτησε που έμενα και με κατατόπισε για το πώς θα μπορούσα να βγω στην οδό Χάιγκειτ από το μονοπάτι. Έμεινα έκπληκτος καθώς δεν ήξερα ότι υπάρχει δρομάκι να συνδέει την Σουέιν Λέιν με την οδό Χάιγκειτ. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω μου, μια παράξενη παγωνιά με τριγύρισε. Ένα περίεργο συναίσθημα με κάτι διαβολικό πλανιόταν στον αέρα. Δεν είχα προχωρήσει πάρα μόνο λίγα μέτρα, όταν τα χέρια μου και το μέτωπο μου άρχισαν να ιδρώνουν. Με το κεφάλι κάτω άρχισα να βαδίζω βιαστικά. Ο μόνος ήχος που άκουγα, ήταν ο τριγμός από τα παπούτσια μου στο χιόνι. Μετά σιγά-σιγά άρχισα να ακούω ένα δεύτερο ζευγάρι βήματα. Σταμάτησα κοίταξα πίσω. Τίποτα. Κάποιο ξερόκλαδο έσπασε και με έκανε να κοιτάω ψηλά. Μια κραυγή πνίγηκε στον λαιμό μου. Για ένα δευτερόλεπτο μου φάνηκε πως είδα ένα σώμα κρεμασμένο από κάποιο κλαδί. Σκέφτηκα ότι ήμουν ανόητος και ότι αυτό που είδα έπρεπε να είναι το παιχνίδισμα του φεγγαρόφωτος. Άρχισα πάντως να βιάζομαι για τα καλά. Είχα πάλι την εντύπωση ότι κάποιος με ακολουθούσε. Άλλη μια φορά γύρισα πίσω απότομα, αλλά τίποτα. Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο σώμα μου σαν ποτάμι. Άρχισα να τρέχω, τα βήματα πίσω μου επιταχύνθηκαν . Έχετε δει ποτέ έναν εφιάλτη που τρέχετε μέσα σε έναν ατελείωτο διάδρομο με μοναδική σκέψη να φτάσετε στο τέλος. Είχα πια απελπιστεί όταν το είδα. Τα φιλόξενα σημάδια της οδού Χάιγκειτ. Είδα την πύλη πιο κάτω. Τα βήματα πίσω μου ζύγωναν. Κυριευμένος από πανικό, έτρεξα με όλη μου την δύναμη και βρέθηκα σχεδόν έξω. Ξαφνικά ένα χέρι έπιασε γερά το παλτό μου, τραβώντας με προς τα πίσω. Το ένιωσα να σχίζεται. Με την φόρα που είχα συγκρούστηκα με μια φιγούρα ντυμένη στα μπλε.
«Συγνώμη αστυφύλακα. Δεν σας είδα. Πήρε ξέρετε την παράκαμψη της οδού Σουέιν». Εκείνος απάντησε «Παράκαμψη, ποια παράκαμψη; Τέλος πάντως σήμερα είναι Χριστούγεννα, όμως άλλη φορά να προσέχετε τους νόμους για την καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας». Έφυγε και με άφησε εντελώς σαστισμένο. Τελικά κατέληξα στο σπίτι μου και σύντομα βρισκόμουν ανάμεσα στις ζεστές μου κουβέρτες.
Ήταν η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, όταν ανακάλυψα ότι το ασημένιο μου ρολόι τσέπης έλειπε. Σίγουρα το είχα ξεχάσει στο πέτρινο σπίτι. Αποφάσισα να πάω να το πάρω. Άλλωστε ήταν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία να ξαναδώ τη Μαίρη και να επιδιώξω κάποιο ραντεβού μαζί της. Ανυπόμονα κατηφόρισα την οδό Σουέιν κι έφτασα στην είσοδο του παλιού νεκροταφείου. Ήταν ανοιχτά. Προχώρησα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δω το σπιτάκι με τις κόκκινες πέτρες. Όμως όσο πέρναγε η ώρα ο τοίχος έμοιαζε ατελείωτος και αυτό με μπέρδεψε εντελώς.
Ξαναγύρισα στην είσοδο του νεκροταφείου όπου ένας ηλικιωμένος άντρας στεκόταν εκεί. Με πρόσεξε καθώς κοιτούσα τριγύρω και με ρώτησε αν θέλω βοήθεια. Του είπα: «Μου έχουν πει για κάποιο παλιό πέτρινο σπιτάκι κάπου εδώ γύρω». Εκείνος είπε: «Λάθος κάνετε, δεν υπάρχει κανένα πέτρινο σπιτάκι..» Σταμάτησε απότομα και με κοίταξε. Με ρώτησε ποιος μου μίλησε για αυτό και είπα ένας συγγενής. Τότε είπε: «Ο συγγενής σας πρέπει να έχει γερή μνήμη. Αυτό το σπίτι δεν υπάρχει εδώ και πενήντα χρόνια. Ίσα που θυμάμαι όταν το γκρέμισαν». Ξεροκατάπια, ενώ αυτός συνέχισε «Απ’ ότι θυμάμαι το σπιτάκι ήταν στο λόφο λίγο πιο πέρα από το τέρμα του παλιού νεκροταφείου. Άνηκε σε μια γριά που ζούσε με την κόρη της εκεί. Δολοφονήθηκαν και οι δύο το 1927 ή το 1928. Ένας από τους κηπουρούς του Γουότερλοου Πάρκ ήθελε την κόρη αλλά εκείνη τον έδιωξε. Έτσι ένα βράδυ τις σκότωσε και τις δυο με ένα δρεπάνι. Μετά κρεμάστηκε. Υπήρχε και ένα μικρό δρομάκι πίσω από το σπίτι. Ο άντρας κρεμάστηκε σε ένα από τα δέντρα που υπήρχαν τότε εκεί». Ναρκωμένος, σπρωγμένος από μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορούσα να ελέγξω ακολούθησα τους άλλους επισκέπτες στο παλιό κοιμητήριο . Τα βήματα μου με οδήγησαν εκεί που ο γέρος μου είχε πει ότι βρισκόταν το παλιό σπίτι. Προσπάθησα να θυμηθώ από πού είχα μπει στο σπίτι, όπου είχα ξεκουραστεί τόσο όμορφα πριν μερικές νύχτες. Θα πρέπει όλα να ήταν ένα περίεργο όνειρο. Έκανα να φύγω όταν άκουσα την καμπανίτσα του ρολογιού μου. Εκεί κάτω στο γρασίδι, ήταν το ασημένιο ρολόι της τσέπης. Γονάτισα να το πάρω και καθώς έσκυβα, άκουσα έναν απαλό ήχο, την μελωδική φωνή της κοπέλας «Θα ξανάρθεις, έτσι δεν είναι;». Με μια κραυγή τρόμου έφυγα από το νεκροταφείο. Τώρα είναι και πάλι Χριστούγεννα. Μπορώ και πάλι να ακούσω την φωνή της. Και εγώ το ξέρω, πως αυτό το απόγευμα, σήμερα, απόψε, τώρα θα πάω. Είμαι ανίκανος να αντισταθώ στις αλλόκοτες αφύσικες δυνάμεις που με σπρώχνουν πίσω εκεί, σε αυτό το σκοτεινό δρομάκι.
Ευχαριστούμε το http://phantasmagoriko.blogspot.com/ για την ιστορία.